-
1 μνήμων
A mindful, καὶ γὰρ μ. εἰμί I remember it well, Od.21.95;μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr. 789
: c. gen., mindful of, giving heed to,φόρτου τε μνήμων Od.8.163
;κακῶν μνήμονες A.Eu. 383
(lyr.).3 having a good memory, Ar.Nu. 414, 484, Pl.Tht. 144a; οὐ πάνυ εἰμὶ μ. I have not a good memory, Id.Men. 71c: prov.,μισέω μνάμονα συμπόταν Lyr.Adesp.141
, etc.II [voice] Act., reminding: hence,1 counsellor, 'mentor', Eust.1697.55.2 among the Dorians of Sicily, ὁ μνάμων, = ἐπίσταθμος συμποσίου, Lat. magister convivii, Plu. 2.612d.
См. также в других словарях:
μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… … Dictionary of Greek